αντίστιξη

αντίστιξη
η
(μουσ.), θεωρία και τεχνική του ταυτόχρονου ξετυλίγματος δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Μπανκιέρι, Αντριάνο — (Adriano Banchieri, Μπολόνια 1568 – 1634). Ιταλός συνθέτης, οργανίστας και θεωρητικός της μουσικής. Γεννήθηκε ένα χρόνο μετά τη σύνθεση (σημαντικότατη για την εξέλιξη της πολυφωνίας και του μαδριγαλιού) του Cicalamento delle donne al bucato,… …   Dictionary of Greek

  • αντίθεμα — το (Α ἀντίθεμα) νεοελλ. μουσ. μελωδική γραμμή σε αντιστρέψιμη αντίστιξη μετά το θέμα τής φούγκας αρχ. το ἀντίθημα* …   Dictionary of Greek

  • κοντραπούντο — το μουσ. η τέχνη τού να συνδυάζονται αρμονικά σε ταυτόχρονο άκουσμα μελωδικές γραμμές, διαφορετικές μεταξύ τους, μέσα σε μια μουσική σύνθεση, τέχνη που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής δυτικής μουσικής, αλλ. αντίστιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Δομενεγίνης — Επώνυμο λογίων από τη Ζάκυνθο που έζησαν κατά τον 19ο και 20ό αι. 1. Ιωάννης (1824 – 1899). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Ζάκυνθο. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εντάχθηκε στο κόμμα των Ριζοσπαστών. Με την… …   Dictionary of Greek

  • Ζαρ, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Jarre, Λιόν 1948 –). Γάλλος συνθέτης, γιος του Μορίς Ζαρ (βλ. λ.). Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του σε ηλικία 5 ετών και διδάχθηκε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα στο Παρισινό Ωδείο. Οι μουσικές ανησυχίες του τον οδήγησαν, το 1968,… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”